f  t  in  l  y

e-περιοδικό

  1. Ένα απλό πρόβλημα με σύνθετη λύση

Περίπου οι μισοί από όλους τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζουν σε περιοχές που δεν παρέχουν ακουστική άνεση στους κατοίκους της (Berglund et al., 1999). Σε αντίθεση με πολλά άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα, τα παράπονα του κοινού σχετικά με τον περιβαλλοντικό θόρυβο έχουν αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια (Gidlöf-Gunnarsson & Öhrström, 2007). Η αμεσότητα του θορύβου, αποτελεί μια ισχυρή πρωτοβουλία για σχέδια δράσης, με το πλεονέκτημα της αντιμετώπισης της αβεβαιότητας σχετικά με τις επερχόμενες επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών (Krause & Farina, 2016).

Η απαγόρευση της κυκλοφορίας και ο κατ ‘οίκον περιορισμός (lockdown) ενόψει της μείωσης της διασποράς του COVID-19 τροποποίησε σημαντικά τη συμπεριφορά των κοινωνιών, αλλά παράλληλα αποκάλυψε ένα διαφορετικό ηχητικό περιβάλλον. Τα παράπονα για τον θόρυβο γειτόνων αυξήθηκαν εξαιτίας του περιορισμού (Tong et al., 2021). Παρόλα αυτά όμως για τον ίδιο λόγο το αστικό ηχητικό περιβάλλον τροποποιήθηκε και οι βιολογικοί ήχοι που είχαν καλυφθεί από τους ανθρωπογενείς αναδυθήκαν δημιουργώντας ένα ευχάριστο ηχοτοπίο (Maggi et al., 2021)

  1. Ηχοτοπίο και Ακουστικό Περιβάλλον – Φαινομενολογία και Φαινολογία

Ο κόσμος είναι γεμάτος από ήχους που εκπέμπονται από μια πληθώρα πηγών, με ποικιλία τρόπων, για διαφορετικούς λόγους. Μπορούν να παραχθούν εσκεμμένα ή όχι και αντίστοιχα, μπορούν να γίνουν αντιληπτοί συνειδητά ή μη. Για να υφίσταται ήχος, θα πρέπει να συνυπάρξουν 3 καταστάσεις. Μια πηγή που ταλαντώνεται και παράγει κύματα, ένα μέσο διάδοσης όπως ο αέρας και ένας δέκτης που θα δεχτεί τα κύματα και θα τα αντιληφθεί ως ήχο. Αυτή η προσέγγιση του ήχου καθώς και η αέναη διαδικασία της εκπομπής, διάδοσης και αποδοχής των ηχητικών κυμάτων, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη δυναμικότητα και παραλλακτικότητα του τοπίου (Pijanowski et al., 2011a) και σχηματίζουν το ηχοτοπίο.

Ο όρος ηχοτοπίο, εισήχθη από το θεμελιωτή της ακουστικής οικολογίας R. Murray Schafer (Schafer 1994) και ορίζεται ως το “περιβάλλον ήχου (ή ηχητικό περιβάλλον) με έμφαση στον τρόπο που γίνεται αντιληπτό και κατανοητό από το άτομο ή από μια κοινωνία”. Αυτός ο ορισμός εγκρίθηκε από την τεχνική επιτροπή ακουστικής (TC 43) της ομάδας εργασίας του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης (ISO) 54, σχετικά με την αντιληπτική αξιολόγηση της ποιότητας του ηχοτοπίου. Η αντίληψη των ήχων αποτελεί προσωπική εμπειρία που δύσκολα μεταφέρεται και περιγράφεται. Το ηχοτοπίο λοιπόν αναφέρεται στην προσωπική εμπειρία ενός ακουστικού περιβάλλοντος και συνεπώς σε ένα φαινομενολογικό ζήτημα εστιάζοντας στην εμπειρία (Simpson, 2009).

Ωστόσο, η μελέτη ενός ακουστικού περιβάλλοντος είναι ένα φαινολογικό ζήτημα. Η φαινολογία περιγράφεται ως «η μελέτη του χρονισμού των επαναλαμβανόμενων βιολογικών γεγονότων, των αιτίων συγχρονισμού τους σε σχέση με τις βιοτικές και αβιοτικές δυνάμεις και τη συσχέτιση μεταξύ των φάσεων του ίδιου ή διαφορετικού είδους» (Forrest & Miller-Rushing, 2010). Συνεπώς, ως ηχοτοπίο έχει χαρακτηριστεί το ακουστικό περιβάλλον που προσφέρει την συνύπαρξη των βιολογικών, γεωφυσικών και ανθρωπογενών ήχων που προέρχονται από το τοπίο αντανακλώντας βασικές οικοσυστημικές διεργασίες και ανθρώπινες δραστηριότητες (Pijanowski et al., 2011). Ένα ακουστικό περιβάλλον συνθέτεται από τους βιολογικούς ήχους (βιοφωνία), τους γεωφυσικούς ήχους (γεωφωνία) και τους ανθρωπογενείς ήχους (ανθρωποφωνία) (Pijanowski, 2011). Στην ανθρωποφωνία συχνά κατατάσσεται και η έννοια του θορύβου.

  1. Θόρυβος

Κάποια ηχητικά κύματα συχνά μεταφράζονται ως θόρυβος. Πλέον, ο συγκεκριμένος ρύπος, χαρακτηρίστηκε το 2002 ως περιβαλλοντικός θόρυβος στην οδηγία 2002/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2002 σχετικά µε την αξιολόγηση και τη διαχείριση του περιβαλλοντικού θορύβου και δόθηκε ο ορισμός “οι ανεπιθύμητοι ή επιβλαβείς θόρυβοι στο ύπαιθρο που δημιουργούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των θορύβων που εκπέμπονται από μεταφορικά μέσα, από οδικές, σιδηροδρομικές και αεροπορικές μεταφορές και από χώρους βιομηχανικής δραστηριότητας“.

Η έννοια του θορύβου περιέχει μια πολυσημία με διεπιστημονικές προεκτάσεις. Σύμφωνα με την επιστήμη της ακουστικής ως παρακλάδι της φυσικής, θόρυβος είναι το μη περιοδικό, ακανόνιστο-άμουσο ηχητικό κύμα (Kuttruff, 2006; Everest & Pohlmann, 2009). Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η άποψη ότι o θόρυβος είναι ένα ηχητικό σήμα αυξημένης έντασης. Παράλληλα, ο θόρυβος έχει και ψυχοακουστικές προεκτάσεις καθώς περιγράφεται ως ένας ανεπιθύμητος – ενοχλητικός ήχος (Aletta et al., 2016). Σε αυτή την περίπτωση η ένταση δεν είναι απόλυτο χαρακτηριστικό του θορύβου (πχ ένας μονότονος – βαρετός ήχος). Ταυτόχρονα, θόρυβος είναι οποιοδήποτε ηχητικό σήμα διαταράσσει την επικοινωνία μεταξύ των ειδών (Brumm & Slabbekoorn, 2005; Brumm & Zollinger, 2011), συνεπώς θα μπορούσε να είναι μη ανθρωπογενής (πχ ένας καταρράκτης). Παράλληλα, ο θόρυβος έχει οικονομικές προεκτάσεις με την έννοια της εξωτερικότητας με ταξικό χαρακτήρα. Μια απόκριση στις επιπτώσεις του θορύβου είναι η ύπαρξη περιοχών που προσφέρουν μια διαφυγή από τον συγκεκριμένο ρύπο. Οι περιοχές αυτές ονομάζονται ήσυχες περιοχές πολεοδομικού συγκροτήματος.

3.1 Επιπτώσεις θορύβου στην υγεία του ανθρώπου

Ο περιβαλλοντικός θόρυβος είναι ένας από τους σημαντικότερους περιβαλλοντικούς παράγοντες που επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής αλλά και το συνολικό περιβάλλον (WHO, 1999; Bolund and Hunhammar 1999, Munang et.al 2011, Elmqvist et.al 2015, Kabisch 2015, Krause και Farina 2016). Tο κατώφλι πάνω από το οποίο ο ήχος γίνεται ανεπιθύμητος και επιβλαβής είναι τα 55 dB κατά τη διάρκεια της ημέρας και τα 50 dB κατά τη διάρκεια της νύχτας (WHO, 2018). Στην Ελλάδα σύμφωνα με την ΦΕΚ Τεύχος Δεύτερο, Αρ. Φύλλου 1367, 27 Απριλίου 2012, τα όρια δεικτών αξιολόγησης περιβαλλοντικού συγκοινωνιακού οδικού, σιδηροδρομικού και αεροπορικού θορύβου είναι τα 70 dB κατά τη διάρκεια της μέρας και τα 60 dB κατά τη διάρκεια της νύχτας (Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, 2017). Παράλληλα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει προτείνει επιτρεπτά όρια εκπομπής θορύβου και για τις βασικές πηγές. Πιο συγκεκριμένα, 53 dB για τον θόρυβο οδικής κυκλοφορίας, 54 dB για τον σιδηροδρομικό θόρυβο και 45 dB για τον αεροπορικό θόρυβο (WHO, 2018). Πολύ σημαντική είναι ανάδειξη των επιπτώσεων του θορύβου κατά την περίοδο της νύχτας, καθώς όλες οι αισθητηριακές λειτουργίες είναι ενεργές και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει προτείνει επιτρεπτά όρια για διάφορες πηγές θορύβου ειδικά κατά τη διάρκεια της νύχτας και πιο συγκεκριμένα 45 dB για τον θόρυβο οδικής κυκλοφορίας, 44 dB για τον σιδηροδρομικό θόρυβο και 40 dB για τον αεροπορικό θόρυβο (WHO, 2018). 

Συνδυαστικά με τα πορίσματα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αρκετές έρευνες έχουν αναδείξει την άμεση σχέση του θορύβου οδικής κυκλοφορίας με διάφορες παθήσεις όπως η στεφανιαία νόσος (Vienneau  et. al, 2015), με εμφράγματα του μυοκαρδίου (Roswall et. al, 2017), με εγκεφαλικά επεισόδια (Sørensen et. al, 2011) και με υπέρταση (van Kempen  & Babisch, 2012). Είναι γεγονός πως μαζί με τον θόρυβο, ο τρόπος ζωής και τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, συμβάλλουν στην εμφάνιση των παραπάνω παθήσεων (Hahad et. al, 2019).

3.2 Επιπτώσεις θορύβου στην υγεία του περιβάλλοντος

Η αλληλεπίδραση των ειδών μεταξύ τους και με το οικοσύστημα τους είναι πολυπαραγοντική και συχνά αναπάντεχη. Από μια εξελικτική προοπτική κάθε αναπάντεχη εισερχόμενη διέγερση συχνά σηματοδοτεί την παρουσία κινδύνου (π.χ. αρπακτικού) ή ευκαιρίας (π.χ. λεία) (Hughes & Jones, 2003). Στο αστικό περιβάλλον όμως τα πράγματα αλλάζουν.  

Η συνεργητική σχέση μεταξύ αστικοποίησης και ο θορύβου δεν είναι τυχαία. Παρόλα αυτά, ο θόρυβος μπορεί να υπάρξει και σε άλλες μη αστικές περιοχές. Σε αυτή την περίπτωση η ηχητική κάλυψη από τον θόρυβο οδικής κυκλοφορίας αντικαθίσταται με κάποιον γεωφυσικό ήχο όπως ένας καταρράκτης. Παρόλα αυτά, ο αντίκτυπος του θορύβου της οδικής κυκλοφορίας έχει επιπτώσεις και στον αναπαραγωγικό ρυθμό. Έχει διερευνηθεί σε ένα ευρύ φάσμα ειδών, όπως τα βατράχια και οι νυχτερίδες και πιο εκτεταμένα στα πτηνά πως υπάρχει μείωση του ρυθμού αναπαραγωγής των ειδών που διαβιούν σε περιβάλλοντα με παρουσία θορύβου οδικής κυκλοφορίας (Reijnen & Foppen, 1991).

Συνοψίζοντας, ο θόρυβος υποβάθρου (background noise) μπορεί να καλύψει το ηχητικό σήμα και συνεπώς να εμποδίσει την επικοινωνία μεταξύ των ειδών. Τα αστικά τοπία μπορούν να χαρακτηριστούν ως κλειστά ενδιαιτήματα στα οποία αντί για τους κορμούς δέντρων και το πυκνό φύλλωμα, είναι τα δομικά χαρακτηριστικά τους όπως τα κτήρια που προκαλούν την αλλοίωση του σήματος (Ey & Fischer, 2009).

Ο περιβαλλοντικός θόρυβος μπορεί να επηρεάσει την ακουστική επικοινωνία των ειδών καλύπτοντας και περιορίζοντας το εύρος της εκπομπής του σήματος του αποστολέα. Όπως φαίνεται στο φασματογράφημα της εικόνας 1 το τραγούδι του σπίνου (Fringilla coelebs) εκπέμπεται σε συγκεκριμένο εύρος συχνοτήτων. Αυτή η ηχητική θέση, ή αλλιώς ο ήχο-θώκος (Pearman et al., 2008), καταλαμβάνεται από τον σπίνο και χρησιμοποιείται προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ηχητική εκπομπή των ερωτικών του καλεσμάτων αλλά και πολλών άλλων ηχητικών σημάτων. Αυτή η “περίοπτη ηχητική θέση” μπορεί να καταληφθεί από κάποιο άλλο ηχητικό γεγονός που στο αστικό περιβάλλον συνήθως είναι ο θόρυβος οδικής κυκλοφορίας. Όπως φαίνεται στην εικόνα 2 ο θόρυβος οδικής κυκλοφορίας καλύπτει και αλλοιώνει το ηχητικό κάλεσμα του σπίνου, προκαλώντας επιπλοκές στην προσπάθεια επικοινωνίας του. Η νέα αυτή ηχητική κατάσταση και η ηχητική κατάληψη του ήχο-θώκου του σπίνου αλλά και πολλών άλλων ειδών, θα προκαλέσει μια αλληλουχία αντιδράσεων και υπέρ-προσπάθειας με σκοπό την αντιμετώπιση και υπέρ-κάλυψη του θορύβου. Συνεπώς, θα προκληθεί μια σειρά επιπτώσεων ξεκινώντας από την ευημερία των ειδών ορνιθοπανίδας με τελικό αποδέκτη τα επίπεδα βιοποικιλότητας.       

matsinos01

Εικόνα 1. Φασματογράφημα που προέκυψε από ηχογράφηση της φωνής ενός σπίνου (Fringilla coelebs). Το σκουρόχρωμο μοτίβο επαναλαμβάνεται με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, ενώ ενδιάμεσα υπάρχουν και άλλες ηχητικές πληροφορίες από κάποιο άλλο είδος ορνιθοπανίδας.    

matsinos2

Εικόνα 2. Το μοτίβο του ηχητικού καλέσματος του σπίνου (Fringilla coelebs) είναι εμφανέστατα αλλοιωμένο εξαιτίας του θορύβου οδικής κυκλοφορίας που πλέον έχει καταλάβει το χαμηλό εύρος συχνοτήτων κατά μήκος του οριζόντιου άξονα του φασματογραφήματος. Παράλληλα, οι ενδιάμεσες ηχητικές πληροφορίες έχουν καλυφθεί.

  1. Ησυχία

Η οδηγία 2002/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2002 σχετικά µε την αξιολόγηση και τη διαχείριση του περιβαλλοντικού θορύβου ορίζει ως  ήσυχη περιοχή πολεοδομικού συγκροτήματος, μια περιοχή οριοθετημένη από την αρμόδια αρχή, η οποία π.χ. δεν εκτίθεται σε τιμή του Lden ή άλλου κατάλληλου δείκτη θορύβου μεγαλύτερη από µια συγκεκριμένη τιμή που καθορίζεται από το κράτος µέλος, ανεξαρτήτως ηχητικής πηγής. Ο συγκεκριμένος ορισμός περιέχει δύο σημεία άξια συζήτησης και αμφισβήτησης. Η φράση “περιοχή οριοθετημένη” αποτελεί περιοριστικό παράγοντα της κατάστασης της ησυχίας, δημιουργώντας μια λανθασμένη εντύπωση σχετικά με μια ολιστική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του θορύβου ως ρύπο. Παράλληλα, η φράση “ανεξαρτήτως ηχητικής πηγής”, ομαδοποιεί όλους τους ήχους και τους χαρακτηρίζει με αποκλειστικό κριτήριο την ένταση τους.

  1. Αρχή Διαχείρισης Θορύβου

Η πολύ συχνή έκθεση σε ανεπιθύμητους ήχους, ειδικά σε ένα αστικό συγκρότημα, απαιτεί μια Αρχή Διαχείρισης Θορύβου. Όπως έχει αναφερθεί, για να υπάρξει ήχος πρέπει να υπάρχει μια πηγή που εκπέμπει ηχητικά κύματα, ένα μέσο διάδοσης και ένας δέκτης που θα λάβει τα ηχητικά κύματα. Η περίπτωση ο ήχος αυτός να είναι, ή να ερμηνευτεί ως θόρυβος είναι υψηλή, ειδικά σε ένα αστικό περιβάλλον. Αντίστοιχα, υπάρχουν τρεις τρόποι διαχείρισης του περιβαλλοντικού θορύβου στα ίδια επίπεδα. Η διαχείριση απευθείας στην πηγή αφορά τον περιορισμό της έντασης εκπομπής. Παράλληλα, η εισαγωγή φυσικών εμποδίων όπως τα ηχοπετάσματα, θα μπορούσε να θεωρηθεί παρεμβολή στο μέσο διάδοσης του ηχητικού κύματος. Τέλος, είναι δυνατή η διαχείριση του ηχοτοπίου σε επίπεδο δέκτη με διάφορες επεμβατικές στο ηχητικό περιβάλλον μεθόδους.

Η διαχείριση του θορύβου απευθείας στην πηγή του, είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη, πολύπλοκη και δαπανηρή διαδικασία (Barron, 2001). Τα δίκτυα οδικής κυκλοφορίας και τα οχήματα αποτελούν πολύ βασικές πηγές θορύβου που επιβαρύνουν τους κατοίκους των κοντινών περιοχών και παράλληλα, δημιουργούν προβλήματα στην ποιότητα του συνολικού περιβάλλοντος. Τα αεροδρόμια που βρίσκονταν κοντά σε κατοικημένες περιοχές έχουν μεταφερθεί στο περιαστικό περιβάλλον, ενώ παράλληλα τα αεροσκάφη που περνούν πάνω από τα αστικά συγκροτήματα και προστατευόμενες περιοχές αποτελούν ισχυρή περιβαλλοντική πίεση.

Το δεύτερο επίπεδο διαχείρισης θορύβου αφορά την παρεμβολή στο μέσο. Η ποσότητα του θορύβου που εκπέμπεται σε ένα αστικό περιβάλλον εξαρτάται από το επίπεδο ηχητικής ισχύος της πηγής, από τη φύση της δομής του κτιρίου με πιθανά αστικά κενά και από τον αριθμό των πηγών. Ταυτόχρονα, ο θόρυβος που λαμβάνεται εξαρτάται από τον βαθμό εξασθένησης, πληροφορία που παρέχεται μέσω της απόστασης από την πηγή, την εξασθένηση που προέρχεται από τον τύπο του εδάφους, την επιρροή από τοίχους και τις αστικές χαράδρες που σχηματίζονται (Jancjur et. al, 2006). Οι προσπάθειες περιορισμού του θορύβου σε πρακτικό επίπεδο είναι εξαιρετικά χρήσιμες για την ευημερία των ατόμων σε διάφορα περιβάλλοντα. Η επίδραση των φραγμάτων θορύβου (ηχοπετάσματα) όσον αφορά τη μείωση του, μπορεί να υπολογιστεί μέσω μοντελοποίησης και έτσι διάφορες αποφάσεις κόστους-οφέλους μπορούν να ληφθούν. Τα ηχοπετάσματα στους δρόμους υψηλής κυκλοφορίας έχουν σχεδιαστεί και τοποθετηθεί έτσι ώστε να μετριάζουν τις επιπτώσεις του θορύβου κυκλοφορίας κατά μήκος της εθνικής οδού εμποδίζοντας την άμεση διαδρομή του ήχου μεταξύ της πηγής θορύβου και του δέκτη που εκτίθεται σε αυτόν (Kesten et. al, 2020).

Σχετικά με την μείωση του θορύβου σε επίπεδο δέκτη υπάρχουν πολλοί τρόποι αντιμετώπισης. Η βασικές αρχές αφορούν την ακουστική μορφοποίηση του δομημένου περιβάλλοντος και τον σχεδιασμό ηχοτοπίων με σκοπό την αντικατάσταση των ήχων που αποτελούν περιβαλλοντική πίεση.  Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν για άλλη μια φορά, πως ο θόρυβος της κυκλοφορίας, αποτελεί μια βασική πηγή όχλησης, ενώ ήχοι όπως το τρεχούμενο νερό, φωνές παιδιών που παίζουν και οι βιολογικοί ήχοι των πτηνών, δημιουργούν ένα ευχάριστο ηχητικό περιβάλλον και πιθανότατα ηχοτοπίο (Montazerolhodjah et. al, 2019). Ένα οπτικά ευχάριστο περιβάλλον, θα μπορούσε να μειώσει τις αρνητικές επιπτώσεις ενός δυσάρεστου ηχοτοπίου (Liu et. al, 2019) και το ανάποδο. Παρόλα αυτά, η σχέση της οπτικής με την ηχητική καλαισθησία, πρέπει να είναι συμβιωτική και να περιέχει περιβαλλοντικά συν-οφέλη (Hong et. al, 2020).

Συνοψίζοντας, η διαχείριση του θορύβου θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί συνδυαστικά στα επίπεδα “Πηγή - Μέσο - Δέκτης” χρησιμοποιώντας σαν αρχή διαχείρισης θορύβου την παρακάτω σχέση “Αποκλεισμός - Παρεμβολή - Τροποποίηση”. Όπως φαίνεται και στην εικόνα 1, οποιαδήποτε επέμβαση στην πηγή μέσω του αποκλεισμού, στο μέσο, μέσω της παρεμβολής και στον δέκτη, μέσω της τροποποίησης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια επιτυχημένη πρακτική διαχείρισης θορύβου (εικόνα 3).

matsinos3

Εικόνα 3. Διάγραμμα ροής, Αρχή Διαχείρισης Θορύβου. Οποιαδήποτε επέμβαση στην πηγή μέσω του αποκλεισμού, στο μέσο, μέσω της παρεμβολής και στον δέκτη, μέσω της τροποποίησης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια επιτυχημένη πρακτική διαχείρισης θορύβου

  1. Η Ασάφεια του Θορύβου και της Ησυχίας

Από τα παραπάνω η ταύτιση του θορύβου με την ένταση και την ενόχληση είναι τα δυο ευκολότερα μετρήσιμα χαρακτηριστικά και συνεπώς, η παγκόσμια βιβλιογραφία έχει επικεντρωθεί σε αυτά. Παράλληλα, ως αντίποδας και ως πανάκεια της έννοιας του θορύβου, αποτελεί η έννοια της ησυχίας. Αν λοιπόν το “θορυβώδες” είναι ένα ενοχλητικό αυξημένης έντασης ηχητικό γεγονός, τότε το “ήσυχο” είναι ένα ευχάριστο χαμηλής έντασης ηχητικό γεγονός. Η παραπάνω κλασική λογική περιέχει αλήθεια, αλλά δεν περιέχει την απόλυτη αλήθεια. Χρησιμοποιώντας τη λογική της ασάφειας γίνεται όλο περισσότερο φανερή η σταδιακή μετάβαση από το θορυβώδες στο ήσυχο.

Η έννοια του θορύβου είναι θέμα αμφισημίας όσον αφορά τον ορισμό και την αντίληψή του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο θόρυβος συμπίπτει με την ψυχοακουστική του χρήση ως ανεπιθύμητος ήχος. Σε αυτήν την περίπτωση, ο θόρυβος δεν είναι μια απόλυτη συνθήκη, αλλά αποτελεί αντικείμενο των αντιληπτικών δυνατοτήτων και ακοής του ακροατή. Επιπλέον, ο θόρυβος αφορά όλες τις περιπτώσεις επίμονης εκπομπής ακουστικής ενέργειας, ανεξάρτητα από την πηγή και την έννοια του παραγόμενου ήχου. Επομένως, είναι δυνατή η ταυτόχρονη, διπολική συμβολή μιας πηγής στο ακουστικό περιβάλλον επηρεάζοντας το ηχοτοπίο.

Είναι προφανές πως σε κάθε προσπάθεια ανάλυσης της έννοιας της ησυχίας, η αναφορά στην έννοια του θορύβου είναι αναπόφευκτη. Εφόσον επιτευχθεί ένας διαχωρισμός μεταξύ αυτών των εννοιών και επαναπροσδιοριστεί η έννοια της ησυχίας, τότε η συγκεκριμένη έννοια μπορεί να απομονωθεί και μονομερώς να ποσοτικοποιηθεί, τροποποιώντας έτσι τις προσπάθειες αστικού σχεδιασμού που έχουν σκοπό τη δημιουργία της ησυχίας.

  1. Επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ησυχίας

Η ησυχία είναι η αιτία και το αποτέλεσμα ενός υγιούς οικοσυστήματος και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως οικοσυστημική υπηρεσία που αποδίδεται στις αστικές πράσινες περιοχές (Votsi et al., 2014). Τα οφέλη της ησυχίας που επεκτείνονται από την ανθρώπινη ευημερία στην περιβαλλοντική υγεία και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή είναι αναμφισβήτητα (Krause & Farina, 2016).

Η ησυχία φαίνεται να είναι η πανάκεια σχετικά με την επιθυμητή ανακούφιση από την ηχορύπανση, αλλά, ωστόσο, ως όρος, πρέπει να αποσαφηνιστεί προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σωστά στον σχεδιασμό. Η συσχέτιση της ησυχίας με τη σιωπή είναι συνηθισμένη. Παρόλα αυτά, η σιωπή, με την έννοια της παντελούς απουσίας του ήχου, δεν είναι πραγματικά πουθενά διαθέσιμη στη φύση. Οι πρόσφατοι περιορισμοί που σχετίζονται με την πανδημία εξαιτίας του COVID-19 στην καθημερινή ζωή έχουν απεικονίσει μια διαφορετική άποψη σχετικά με αυτό το θέμα (Aletta et al., 2020). Η βαθιά ησυχία σε ένα κατά τα άλλα θορυβώδεις ή ηχητικά “ζωντανό” αστικό ηχητικό περιβάλλον, θα μπορούσε ενδεχομένως να συσχετιστεί με μια αίσθηση αισθητικής στέρησης, άγχους λόγω περιορισμού και επιπτώσεων στην υγεία (Radicchi et al., 2020), αλλά έχει αποδειχθεί ευεργετική για τα πουλιά που ανακτούν αγαπημένες συχνότητες (Keizer & Miller, 2010; Karapostoli & Votsi, 2018; Derryberry et al., 2020). Δεν είναι όμως αυτή η ησυχία που επιδιώκουμε. Συνεπώς, τα οφέλη της ησυχίας πρέπει να διαφοροποιούνται από τις επιπτώσεις που προκαλούνται λόγω της σιωπής.

Όταν πρόκειται για τη δημιουργία ενός υγιούς αστικού ακουστικού περιβάλλοντος ή μιας ήσυχης περιοχής, πρέπει να ληφθούν υπόψη αρκετοί παραλήπτες, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης ευημερίας και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας που προωθεί τη συμβιωτική σχέση ήσυχων περιοχών και βιοποικιλότητας.

Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω πληροφορίες, παρέχεται ένας ορισμός της κατάστασης της αστικής ησυχίας (Tsaligopoulos et al., 2021): Η αστική ησυχία αφορά ένα ισορροπημένο δημόσιο ακουστικό περιβάλλον όπου επικρατούν πολύπλοκοι ήχοι ανεξάρτητα από την ένταση και την πηγή, που δημιουργούνται ή διατηρούνται στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και της περιβαλλοντικής ισοδικαιοσύνης.

Η εργαλειακή σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον και συνεπώς με το ηχοτοπίο, που ο σχεδιασμός του μέχρι τώρα σε παγκόσμιο επίπεδο βασίζεται στις προτιμήσεις κάποιων δρώντων, κρύβει τους κινδύνους της μετατόπισης τόσο του ενδιαφέροντος, όσο και της προτίμησης. Στρέφοντας την προσοχή των υπευθύνων λήψης αποφάσεων σε ζητήματα που αφορούν νέες ανάγκες και νέες προτιμήσεις που αφορούν βραχυπρόθεσμα οφέλη όπως αποκλειστικά η αναψυχή, υπάρχει ο κίνδυνος απομάκρυνσης των στρατηγικών σχεδίων σχεδιασμού μιας πράσινης περιοχής από τα ζητήματα της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας.

Συνεπώς, είναι απαραίτητος ένας οικολογικός αστικός σχεδιασμός που θα είναι πραγματικά βιώσιμος και ανεπηρέαστος από την υποκειμενικότητα της αντίληψης.            

  1. Οικολογικός Αστικός Σχεδιασμός Ακουστικού περιβάλλοντος

Τα αστικά ακουστικά περιβάλλοντα είναι η πρώτη γραμμή των αστικών πιέσεων και ο ήχος μπορεί να θεωρηθεί ως δείκτης αλλαγής που μπορεί να μετρηθεί. Το γεγονός ότι η παραμικρή αλλαγή στο περιβάλλον έχει άμεσες ακουστικές επιπτώσεις, αναδεικνύει τον ήχο ως σημαντικό εργαλείο ανίχνευσης περιβαλλοντικών αλλαγών που σχετίζονται ακόμη και με την κλιματική αλλαγή (Krause & Farina 2016). Επομένως, ένας αυξανόμενος αριθμός πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων τοπίου στράφηκαν προς τον σχεδιασμό ακουστικών τοπίων. Ο κύριος στόχος του πολεοδομικού σχεδιασμού είναι η αειφορία η οποία μπορεί να διατυπωθεί ως η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής, οικονομικής και κοινωνικής αειφορίας (Heymans et al., 2019). Ωστόσο, η έλλειψη οικολογικών γνώσεων για την αντιμετώπιση των υλικών και άυλων (ηχητικών) ιδιοτήτων ενός δημόσιου χώρου έχει δημιουργήσει την ανάγκη για διεπιστημονικές ερευνητικές συνεργασίες (Radicchi et al., 2020) μεταξύ αστικών σχεδιαστών και ακουστικών οικολόγων.

Προκειμένου να είναι βιώσιμες, οι τεχνικές πολεοδομικού σχεδιασμού και σχεδιασμού ηχοτοπίων πρέπει να είναι σε θέση να κάνουν προβλέψεις. Οι σχεδιαστές σε συνεργασία με οικολόγους πρέπει να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα για έργα μικρής κλίμακας, ενόψει μιας «ασφαλούς αποτυχίας» έτσι ώστε να «μάθουν κάνοντας» (Ahern, 2013).

Οι πόλεις είναι κοινωνικό-οικολογικά συστήματα και ο ήχος μπορεί να είναι το μέσο για έναν πραγματικά βιώσιμο αστικό σχεδιασμό. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω προσπαθειών μείωσης του θορύβου (Matsinos et al., 2017), αξιολόγησης ήσυχων αστικών περιοχών (Tsaligopoulos et al., 2018) και σχεδιασμού ηχητικής οικολογικής συνδεσιμότητας (Tsaligopoulos et al., 2019) Οι κύριες αρχές για έναν πραγματικά βιώσιμο πολεοδομικό σχεδιασμό είναι ο σχεδιασμός για ανθεκτικότητα, ο σχεδιασμός για βιοποικιλότητα και ο σχεδιασμός για συνδεσιμότητα.

Ο σχεδιασμός για την ανθεκτικότητα αναφέρεται στην ικανότητα ενός συστήματος να απορροφά και να προσαρμόζεται στις αλλαγές, διατηρώντας παράλληλα τη θεμελιώδη δομή και λειτουργία του, καθώς και την ικανότητα ανάκαμψης από τις διαταραχές χωρίς να αλλάζει τη θεμελιώδη του κατάσταση (Heymans et al., 2019).

Ο σχεδιασμός για τη βιοποικιλότητα συνοδεύεται από κίνδυνο που περιλαμβάνει ανθρωποκεντρικούς στόχους που περιλαμβάνουν την οικονομική ανάπτυξη και την αναψυχή. Η προσέγγιση των οικοσυστημικών υπηρεσιών μπορεί να εφαρμοστεί και η σημασία της βιοποικιλότητας για την ανθρώπινη ευημερία μπορεί να τονιστεί μέσω του σχεδιασμού για την οικολογική συνδεσιμότητα (Ahern, 2013; Tsaligopoulos et al., 2019). Η πράσινες υποδομές, συμπεριλαμβανομένων οικολογικών δικτύων, διαδρόμων, πράσινων οροφών και τοίχων, μπορεί να είναι το μέσο προκειμένου να μειωθούν τα υπερβολικά επίπεδα θορύβου σε μια αστική περιοχή, αλλά και για την αύξηση της βιοποικιλότητας (Kyvelou, 2019)

Έργα μικρής κλίμακας που σχετίζονται με την πρόβλεψη του θορύβου και περιλαμβάνουν σενάρια σχετικά με αλλαγές στον όγκο της κυκλοφορίας, στα όρια ταχύτητας (Kyvelou et al., 2021), στα όρια εκπομπής και στην εισαγωγή ηχοπετασμάτων (Tsaligopoulos et al., 2019) θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους πολεοδόμους και τους σχεδιαστές στη λήψη αποφάσεων. Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα του αστικού προγραμματισμού (urban planning), μπορούν να εκτιμηθούν τα κόστη και τα οφέλη της πραγματικής εφαρμογής σχεδιασμού (urban design) έτσι ώστε να παρθεί η βέλτιστη επιλογή. Με αυτό το σκεπτικό, οι πόλεις μπορούν να θεωρηθούν ως ερευνητικά εργαστήρια στα οποία μπορούν να διεξαχθούν πειράματα και εφαρμογές, η αποτυχία των οποίων μπορεί να έχει μικρό κόστος, ενώ η επιτυχία μεγάλο όφελος.

  1. Αστική Οικολογική Συνδεσιμότητα Ηχοτοπίων – Ένα safe to fail project

Ένα σημαντικό ζήτημα στον αστικό ιστό για τη βελτίωση του ακουστικού περιβάλλοντος και όχι μόνο, είναι η οικολογική συνδεσιμότητα. Η βασική υπόθεση της οικολογικής συνδεσιμότητας (Tsaligopoulos et al., 2019) στο αστικό περιβάλλον είναι η αντίληψη των αστικών πράσινων περιοχών όχι ως ανεξάρτητες μονάδες, αλλά ως αποσυνδεδεμένα κατατμήματα που χρειάζονται επανασύνδεση (LaPoint et al., 2015). Αυτό επίσης ισχύει ως μία από τις βασικές αρχές της έννοιας των πράσινων υποδομών. Ο πράσινος σχεδιασμός υποδομών περιλαμβάνει τις φυσικές-δομικές και λειτουργικές συνδέσεις μεταξύ χώρων πρασίνου σε διαφορετικές κλίμακες και από διαφορετικές οπτικές γωνίες (Hansen & Pauleit, 2014).

Αναντίρρητα σημαντική, είναι η συνδεσιμότητα των αστικών χώρων πρασίνου όσον αφορά τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, ενώ η ύπαρξη οικολογικών διαδρόμων μπορεί να μειώσει τις επιπτώσεις της απόστασης και της απομόνωσης. Η οικολογική συνδεσιμότητα συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις προσπάθειες διατήρησης και θα μπορούσε να οριστεί ως “ο βαθμός στον οποίο το τοπίο και ως εκ τούτου το ηχητικό περιβάλλον, διευκολύνει ή εμποδίζει την κίνηση των οργανισμών μεταξύ πράσινων χωροψηφίδων (patches) σε δομικό και λειτουργικό επίπεδο” (La Point et al, 2015).

Οι πράσινοι τοίχοι και οι πράσινες οροφές μπορούν να λειτουργήσουν ως μικρότεροι βιότοποι ή σκαλοπάτια για να βελτιώσουν τη διασπορά των ειδών στον αστικό ιστό (Williams et. al, 2014), ενώ παράλληλα παίζουν κρίσιμο ρόλο στην οικολογική λειτουργία των κατακερματισμένων περιοχών (Chiquet et. al, 2013). Επιπλέον, θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη διασπορά πολλών ειδών που βρέθηκαν σε αστικές πράσινες περιοχές όπως τα πάρκα, πέρα από τα όρια του πάρκου και να μειώσουν τις επιπτώσεις φραγμού που δημιουργούνται από την αστική μορφολογία (Mayrand & Clergeau, 2018).

Εκτός από τα δομικά χαρακτηριστικά ενός αστικού τοπίου, ο περιβαλλοντικός θόρυβος αποτελεί ένα μη δομικό εμπόδιο που εμποδίζει την οικολογική συνδεσιμότητα σε λειτουργικό επίπεδο (Tsaligopoulos et. al, 2019). Η σύνθεση και η διαμόρφωση των κτιρίων, μαζί με τα ακανόνιστα δομικά τους χαρακτηριστικά (Han et al, 2018), η μορφολογία των αστικών οικισμών και οι διαφορετικές αστικές συνθήκες (Ismail, 2013) γενικότερα, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στον τρόπο διάδοσης του θορύβου. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η εφαρμογή πράσινων τοίχων στις προσόψεις των κτιρίων είναι αρκετά αποτελεσματική στη μείωση και γενικότερα στον τρόπο της διασποράς του θορύβου (Azkorra et. al, 2015).

Συνεπώς, εκτός από τη δομική και τη λειτουργική, αναγνωρίστηκε μια τρίτη μορφή οικολογικής συνδεσιμότητσας, η ηχητική συνδεσιμότητα. Η ηχητική συνδεσιμότητα αφορά τις συνθήκες του ακουστικού περιβάλλοντος που προωθούν την βιο-πολιτισμική ετερογένεια. Σε αυτή την περίπτωση ο θόρυβος επιδρά ως ένα μη φυσικό φράγμα συνδεσιμότητας, ενώ η ακουστική πολυπλοκότητα ως  ένα χαρακτηριστικό ετερογένειας.

Τα χαρακτηριστικά του ακουστικού περιβάλλοντος που προωθούν την οικολογική συνδεσιμότητα, μπορούν να ευνοήσουν τις συμπεριφορικές – λειτουργικές αποκρίσεις των ειδών.

9.1 Χαρτογράφηση θορύβου και Χαρτογράφηση Ήχου

Τις προσπάθειες σχεδιασμού ακουστικών περιβαλλόντων και ηχητικής οικολογικής συνδεσιμότητας, ενισχύουν οι μέθοδοι χαρτογράφησης θορύβου και ήχου. 

Ένας χάρτης θορύβου είναι μια γραφική αναπαράσταση ή αλλιώς οπτικοποίηση της κατανομής των ηχητικών επιπέδων και της διάδοσης των ηχητικών κυμάτων σε μια δεδομένη περιοχή, για μια καθορισμένη χρονική περίοδο (Ow & Ghosh, 2017). Πολυάριθμες μελέτες έχουν αναλύσει το ζήτημα του περιβαλλοντικού θορύβου μέσω της χαρτογράφησης του (Murphy & King, 2011) με βασικούς σκοπούς τη δημιουργία προτάσεων αντιμετώπισης και μείωσης ή με σκοπό την σύγκριση διαφορετικών πόλεων με διαφορετική ηχητική επιβάρυνση (Wang & Kang, 2011). Στην εικόνα 4 παρουσιάζεται ο χάρτης θορύβου των ήσυχων περιοχών του πολεοδομικού συγκροτήματος της Μυτιλήνης (Matsinos et al., 2017; Tsaligopoulos et al., 2018; Tsaligopoulos et al., 2019). Οι αυξομειώσεις στα επίπεδα του περιβαλλοντικού θορύβου που προέρχεται από την οδική κυκλοφορία είναι φανερή.

matsinos4

Εικόνα 4. Χάρτης θορύβου με σκοπό την ανάδειξη του βαθμού ηχητικής συνδεσιμότητας. Στο υπόμνημα του χάρτη (κάτω δεξιά) παρουσιάζονται χρωματικά τα επίπεδα περιβαλλοντικού θορύβου

Το ίδιο χρήσιμη με την χαρτογράφηση θορύβου είναι και η χαρτογράφηση ήχου. Τα εξαρτώμενα από την χωρική δομή του εκάστοτε οικοτόπου μοτίβα μετάδοσης ήχου, οι επιπτώσεις του θορύβου, η εκπομπή του ηχητικού σήματος και η ερμηνεία του, είναι τα βασικά επικοινωνιακά προβλήματα για τα οποία πρέπει να προσαρμοστούν τα πτηνά και ιδιαίτερα τα ωδικά πτηνά (Beckers et al., 2003) ως αποστολείς και δέκτες. Η δημιουργία ενός θεματικού ηχητικού χάρτη έχει σκοπό την ανάδειξη των ηχητικών διακυμάνσεων σε ένα ηχοτοπίο. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα σχετικά με σημεία στο χώρο αυξημένης ηχητικής ποικιλίας (και συνεπώς βιοποικιλότητας), αλλά και να αναδείξει άλλα σημεία με μειωμένη ηχητική δραστηριότητα εξαιτίας κάποιας περιβαλλοντικής πίεσης δομικής ή ηχητικής. Στην εικόνα 5 παρουσιάζεται ο χάρτης ήχου των ήσυχων περιοχών της πόλης της Μυτιλήνης. Όπως και με τον χάρτη θορύβου (εικόνα 4) είναι φανερό πως ο θόρυβος οδικής κυκλοφορίας δημιουργεί διαταραχές, προκαλώντας μια ασυνέχεια όσον αφορά το βαθμό της ηχητικής οικολογικής συνδεσιμότητας.  

matsinos5

Εικόνα 5. Χάρτης ήχου με σκοπό την ανάδειξη του βαθμού ηχητικής συνδεσιμότητας. Στο υπόμνημα του χάρτη κάτω δεξιά παρουσιάζονται τα επίπεδα της μετρικής που χρησιμοποιήθηκε που είναι τα επίπεδα ακουστικής πολυπλοκότητας.  

  1. Ησυχία ο “Δούρειος Ήχος” της Αστικής Βιωσιμότητας

Οι ήσυχες περιοχές πολεοδομικού συγκροτήματος θα μπορούσαν να αποτελέσουν το σημείο αναφοράς προς ένα βιώσιμο αστικό σχεδιασμό. Η αστική ησυχία δεν είναι μονοδιάστατη με την έννοια της έλλειψης του θορύβου, αλλά ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα που αφορά την βιολογική και πολιτισμική πολυπλοκότητα.

Οι εννοιολογικοί περιορισμοί των όρων “θόρυβος” και ”ησυχία” και η ερμηνεία τους ως μια αντίθεση, έχουν δρομολογήσει αναλόγως τις τακτικές σχεδιασμού με μειωμένα οικολογικά συν-οφέλη, προωθώντας αποκλειστικά τα βραχυπρόθεσμα οφέλη των “ευχάριστων” για τον άνθρωπο ηχοτοπίων. Αλλάζοντας τις παραπάνω έννοιες, ο ήχος και η ησυχία μπορούν να γίνουν το μέσο για έναν πραγματικά βιώσιμο αστικό σχεδιασμό.   

Οι άνθρωποι που ζουν σε ηχητικά πολύπλοκες και ήσυχες περιοχές δεν αντιμετωπίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία που προκαλούν τα αυξημένα επίπεδα ηχητικής πίεσης. Ακόμη και η επίσκεψη σε μια ήσυχη περιοχή έχει οφέλη στην υγεία και την ευημερία. Η βιοποικιλότητα ωφελεί τις ήσυχες περιοχές, ενώ οι φυσικοί ήχοι αντιμετωπίζονται θετικά από τους επισκέπτες μιας περιοχής. Μεγάλης έκτασης ήσυχες περιοχές μπορούν να αποτελέσουν καταφύγιο για διάφορα είδη, εφόσον μπορούν να υποστηρίξουν ζωή. Είναι αναντίρρητο πως διάφορα είδη στηρίζονται στην ακουστική επικοινωνία για να επιβιώσουν, ενώ ο ανθρωπογενής θόρυβος αποτελεί εμπόδιο στην επικοινωνία τους και αλλάζει τη συμπεριφορά τους. Η ύπαρξη δημόσιων χώρων που έχουν ψυχαγωγικό χαρακτήρα, αλλά και ταυτόχρονα ευεργετικό για την υγεία του ανθρώπου και την ποιότητα του συνολικού περιβάλλοντος, είναι πλέον απαραίτητη για μια αστική περιοχή για πληθώρα λόγων. Τα ακουστικά περιβάλλοντα και κατά προέκταση τα ηχοτοπία, εκπροσωπούν την ποιότητα του συνολικού περιβάλλοντος και συνεπώς την υγεία του ανθρώπου.

 

Ματσίνος Ιωάννης

Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Περιβάλλοντος, Εργαστήριο Ακουστικής Οικολογίας, Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Τσαλιγόπουλος Άγγελος

Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Περιβάλλοντος, Εργαστήριο Ακουστικής Οικολογίας, Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

Ahern, J. (2013). Urban landscape sustainability and resilience: The promise and challenges of integrating ecology with urban planning and design. Landscape Ecology, 28(6), 1203–1212. https://doi.org/10.1007/s10980-012-9799-z

Aletta, F., Kang, J., & Axelsson, Ö. (2016). Soundscape descriptors and a conceptual framework for developing predictive soundscape models. Landscape and Urban Planning, 149, 65–74.

Aletta, F.; Oberman, T.; Mitchell, A.; Tong, H.; Kang, J. Assessing the Changing Urban Sound Environment during the COVID-19 Lockdown Period Using Short-Term Acoustic Measurements. Noise Mapp. 2020, 7, doi:10.1515/noise-2020-0011.

Azkorra, Z.; Pérez, G.; Coma, J.; Cabeza, L.F.; Bures, S.; Álvaro, J.E.; Erkoreka, A.; Urrestarazu, M. Evaluation of Green Walls as a Passive Acoustic Insulation System for Buildings. Appl. Acoust. 2015, 89, 46–56, doi:10.1016/j.apacoust.2014.09.010.

Barron, R. (2001). Industrial Noise Control and Acoustics. Boca Raton: CRC Press, https://doi.org/10.1201/9780203910085

Beckers G.J., Suthers R.A. and ten Cate C. (2003). Mechanisms of frequency and amplitude modulation in ring dove song. Journal of Experimental Biology 206 (11), 1833–1843. doi:10.1242/jeb.00364

Berglund, B., & Nilsson, M. E. (2006). On a Tool for Measuring Soundscape Quality in Urban Residential Areas. Acta Acustica United with Acustica, 92(6), 938–944.

Bolund P., Hunhammar S. (1999), “Ecosystem services in urban areas”, Ecological Economics, vol. 29, pp. 293–301

Brumm H. and Slabbekoorn H. (2005). Acoustic communication in noise. Advances in the Study of Behavior 35, 151–209. doi.org/10.1016/S0065-3454(05)35004-2

Brumm, H. and Zollinger, S.A., 2011. The evolution of the Lombard effect: 100 years of psychoacoustic research. Behaviour, 148 (11-13), 1173–1198.

Chiquet, C., Dover,  J.W. and Mitchell, P. (2013). Birds and the urban environment: the value of green walls. Urban Ecosystems, 16(3), pp.453–462.

Derryberry, E.P.; Phillips, J.N.; Derryberry, G.E.; Blum, M.J.; Luther, D. Singing in a Silent Spring: Birds Respond to a Half-Century Soundscape Reversion during the COVID-19 Shutdown. Science 2020, 370, doi:10.1126/SCIENCE.ABD5777.

Elmqvist T., Setälä H., Handel S.N., S. van der Ploeg, Aronson J., Blignaut J.N., Gómez-Baggethun E.,. Nowak D.J, Kronenberg J., R. de Groot (2015), “Benefits of restoring ecosystem services in urban areas”, Current Opinion in Environmental Sustainability, vol. 14, pp. 101-108

Everest, F. A., Pohlmann, K.C. (2009). Master Handbook of Acoustics. Fifth Edition, The McGraw-Hill Companies

Ey, E., Fischer, J. (2009), The “Acoustic Adaptation Hypothesis” – A Review of the Evidence From Birds, Anurans and Mammals, Bioacoustics: The International Journal of Animal Sound and its Recording, 19(1-2): 21-48

Forrest, J., Miller-Rushing, A.J. (2010). Toward a Synthetic Understanding of the Role of Phenology in Ecology and Evolution. Philos. Trans. R. Soc. B Biol. Sci. 365, 3101–3112, doi:10.1098/rstb.2010.0145.

Gidlöf-Gunnarsson A., Öhrström E.( 2007), “Noise and well-being in urban residential environments: The potential role of perceived availability to nearby green areas”, Landscape and Urban Planning, vol. 83, no. 2–3, pp. 115-126

Hahad, O., Kröller-Schön, S., Daiber, A., & Münzel, T. (2019). The Cardiovascular Effects of Noise. Deutsches Arzteblatt international, 116(14), 245–250. https://doi.org/10.3238/arztebl.2019.0245

Han, X., Huang, X., Liang, H., Ma, S. and Gong, J. (2018). Analysis of the relationships between environmental noise and urban morphology. Environmental Pollution. 233, pp.755-763.

Hansen, R. & Pauleit, S. AMBIO (2014) 43: 516.

Heymans, A., Breadsell, J., Morrison, G. M., Byrne, J. J., & Eon, C. (2019). Ecological Urban Planning and Design: A Systematic Literature Review. Sustainability, 11(13), 3723. https://doi.org/10.3390/su11133723

Hong, J. Y., Lam, B., Ong, Z. -., Ooi, K., Gan, W. -., Kang, J., Tan, S. -. (2020). Effects of contexts in urban residential areas on the pleasantness and appropriateness of natural sounds. Sustainable Cities and Society, 63 doi:10.1016/j.scs.2020.102475

Hughes RW, Jones DM. (2003). Indispensable benefits and unavoidable costs of unattended sound for cognitive functioning. Noise Health, 6, pp. 63–76.

Ismail M. R., (2013). Quiet environment: Acoustics of vertical green wall systems of the Islamic urban form, Frontiers of Architectural Research, 2( 2) , pp. 162-177

Jancjur, R., Walerian, E., Czechowicz, M. (2006). Influence of vehicle noise emission directivity on sound level distribution in a canyon street. Part 1 simulation program test. Applied Acoustics, 67(7), Elsevier, pp. 659-679, https://doi.org/10.1016/j.apacoust.2005.12.003

Kabisch, N. (2015). Ecosystem service implementation and governance challenges in urban green space planning—The case of Berlin, Germany. Land Use Policy, 42, 557–567.

Karapostoli, A.; Votsi, N.-E. Urban Soundscapes in the Historic Centre of Thessaloniki: Sonic Architecture and Sonic Identity. Sound Stud. 2018, 4, doi:10.1080/20551940.2019.1582744.

Keizer, G.; Miller, N.P. (2010). The Unwanted Sound of Everything We Want, A Book about Noise. Noise Control Eng. J. 58, doi:10.3397/1.3455054.

Kesten, S., Umut, Ö., Ayva, B. (2020). Acoustic and structural design of a highway noise barrier. IOP Conference Series: Materials Science and Engineering, 800 (012029), https://doi.org/10.1088/1757-899X/800/1/012029

Krause B., Farina A.(2016), Using ecoacoustic methods to survey the impacts of climate change on biodiversity, Biological Conservation, (195): 245–254.

Kuttruff, H. (2006). Acoustics: An Introduction. London and New York: Taylor & Francis

Kyvelou, S. (2019). The urban question in the context of the “double world.” Homo Virtualis, 2(1), 108–112. https://doi.org/10.12681/homvir.21164

Kyvelou, S. S., Bobolos, N., & Tsaligopoulos, A. (2021). Exploring the Effects of “Smart City” in the Inner-City Fabric of the Mediterranean Metropolis: Towards a Bio-Cultural Sonic Diversity? Heritage, 4(2), 690–709. https://doi.org/10.3390/heritage4020039

La Point, S., Balkenhol, N., Hale, J., Sadler, J. and van der Ree, R. (2015). Ecological Connectivity Research in Urban Areas. Functional Ecology, 29, pp.868–878.

Liu, J., Kang, J., Behm, H., & Luo, T. (2014). Effects of landscape on soundscape perception: Soundwalks in city parks. Landscape and Urban Planning, 123, 30–40.

Maggi, A.L., Muratore, J., Gaetán, S., Zalazar-Jaime, M.F., Evin, D., Pérez Villalobo, J., Hinalaf, M. (2021). Perception of the acoustic environment during COVID-19 lockdown in Argentina, The Journal of the Acoustical Society of America, 149, 3902-3909, https://doi.org/10.1121/10.0005131

Matsinos Y., Tsaligopoulos A., Economou C. (2017), Identifying the Quiet Areas of a Small Urban Setting: The Case of Mytilene, Global Nest Journal, 19(4), 674-681, doi: https://doi.org/10.30955/gnj.001817

Mayrand, F. and Clergeau, P. (2018). Green Roofs and Green Walls for Biodiversity Conservation: A Contribution to Urban Connectivity?. Sustainability, 10(4), pp.985.

Montazerolhodjah, M., Sharifnejad, M., & Montazerolhodjah, M. (2019). Soundscape preferences of tourists in historical urban open spaces. International Journal of Tourism Cities, 5(3), 465-481. doi:10.1108/IJTC-08-2018-0065

Munang R., Thiaw I., Alverson K., Mumba M., Liu J., Rivington M.(2013), “Climate change and Ecosystem-based Adaptation: a new pragmatic approach to buffering climate change impacts”, Current Opinion in Environmental Sustainability, vol. 5, no. 1, pp. 67-71

Murphy, E. & King, E. A. (2016). Smartphone-based noise mapping: Integrating sound level meter app data into the strategic noise mapping process. Science of The Total Environment, 562, pp. 852-859, https://doi.org/10.1016/j.scitotenv.2016.04.076.

Ow, L. F., & Ghosh, S. (2017). Urban cities and road traffic noise: Reduction through vegetation. Applied Acoustics, 120, 15–20.

Pearman, P.B., Guisan, A., Broennimann, O., Randin, C.F.(2008).  Niche dynamics in space and time. Trends in Ecology & Evolution, 23(3),pp. 149-158, https://doi.org/10.1016/j.tree.2007.11.005.

Pijanowski, B. C., Farina, A., Gage, S. H., Dumyahn, S. L., & Krause, B. L. (2011). What is soundscape ecology? An introduction and overview of an emerging new science. Landscape Ecology, 26(9), 1213–1232.

Radicchi, A., Yelmi, P. C., Chung, A., Jordan, P., Stewart, S., Tsaligopoulos, A., McCunn, L., & Grant, M. (2020). Sound and the healthy city. Cities & Health. https://doi.org/10.1080/23748834.2020.1821980

Roswall, N., Raaschou-Nielsen, O., Ketzel, M. (2017). Long-term residential road traffic noise and NO2 exposure in relation to risk of incident myocardial infarction—a danish cohort study. Environ Res. 156, pp. 80–86

Schafer, R.M. The Soundscape: Our Sonic Environment and the Tuning of the World; Simon and Schuster: New York, NY, USA, 1993; ISBN 978-1-59477-668-7.

Simpson, P. (2009). ‘Failing on Deaf Ears’: A Postphenomenology of Sonorous Presence. Environ. Plan. Econ. Space, 41, 2556–2575, doi:10.1068/a41247.

Sørensen, M., Hvidberg, M., Andersen, Z.J. (2011). Road traffic noise and stroke: a prospective cohort study. Eur Heart J., 32 pp. 737–744

Tong, H., Aletta, F., Mitchell, A., Oberman, T., Kang, J. (2021). Increases in noise complaints during the COVID-19 lockdown in Spring 2020: A case study in Greater London, UK. Science of The Total Environment,785, 147213, https://doi.org/10.1016/j.scitotenv.2021.147213.

Tsaligopoulos, A., Economou, C., & Matsinos, Y. G. (2018). Identification, Prioritization, and Assessment of Urban Quiet Areas [Chapter]. Handbook of Research on Perception-Driven Approaches to Urban Assessment and Design; IGI Global. https://doi.org/10.4018/978-1-5225-3637-6.ch007

Tsaligopoulos, A., Karapostoli, A., Radicchi, A., Economou, C., Kyvelou, S., & Matsinos, Y. G. (2019). Ecological connectivity of urban quiet areas: The case of Mytilene, Greece. Cities & Health, 5(1–2), 20–32. https://doi.org/10.1080/23748834.2019.1599093

Tsaligopoulos, A.; Karapostoli, A.; Radicchi, A.; Economou, C.; Kyvelou, S.; Matsinos, Y.G. (2019). Ecological Connectivity of Urban Quiet Areas: The Case of Mytilene, Greece. Cities Health 5, 20–32, doi:10.1080/23748834.2019.1599093.

van Kempen, E., & Babisch, W. (2012). The quantitative relationship between road traffic noise and hypertension: a meta-analysis. Journal of hypertension, 30(6), 1075–1086. https://doi.org/10.1097/HJH.0b013e328352ac54

Vienneau, D., Schindler, C., Perez, L., Probst-Hensch, N., Roosli, M.. (2015). The relationship between transportation noise exposure and ischemic heart disease: a meta-analysis. Environ Res. 138, pp. 372–380

Votsi, N.-E. P., Drakou, E. G., Mazaris, A. D., Kallimanis, A. S., & Pantis, J. D. (2012). Distance-based assessment of open country Quiet Areas in Greece. Landscape and Urban Planning, 104(2), 279–288. https://doi.org/10.1016/j.landurbplan.2011.11.004

Wang, B. & Kang, J. (2011). Effects of urban morphology on the traffic noise distribution through noise mapping: A comparative study between UK and China. Applied Acoustics. 72(8), pp. 556-568, https://doi.org/10.1016/j.apacoust.2011.01.011.

WHO. (1999). Guidelines for Community Noise, Geneva, 1999,http://www.who.int/docstore/peh/noise/guidelines2.html, Last accessed in 2/4/2018

WHO. (2018). World Health Organization (WHO). (2018). WHO Environmental Noise Guidelines for the European Region: A systematic review on environmental noise and quality of life, well-being and mental health. Copenhagen, Denmark: ©World Health Organization 2018.

Williams, H. (2014). Birdsong and singing behavior. Annals of the New York Academy of Sciences, 1016(2004), 1–30. https://doi.org/10.1196/annals.1298.029

Ταυτότητα

ΙΤΑ
Διοικητικό Συμβούλιο
Επιστημονικό Συμβούλιο
Αγκαιότητα
Πρόγραμμα Δράσης

Μελέτες ΙΤΑ

Προγράμματα

Νέα

 

Δημοσιότητα

 

 

Βιβλιοθήκη

Σύνδεσμοι

Επικοινωνία

Newsletter

   

Xάρτης διαδικτυακού τόπου  |  Όροι χρήσης  |  Προσβασιμότητα